ΚΥΔΩΝΙΑ

Το κυδώνι είναι ο καρπός του είδους Κυδωνέα η προμήκης (Cydonia oblonga) (το μοναδικό είδος του γένους κυδωνιά) και κατάγεται από τη νοτιοδυτική Ασία και την περιοχή του Καυκάσου. Πρόκειται για φυλλοβόλο δέντρο, που φτάνει τα 8 μέτρα σε ύψος, και είναι συγγενικό με τημηλιά και την αχλαδιά. Ο καρπός του έχει χρώμα κίτρινο προς το χρυσό, όταν είναι ώριμο, και έχει σχήμα αχλαδιού. Το εξωκάρπιο είναι αρχικά χνουδωτό και έπειτα λείο και γυαλιστερό[1]. Το μήκος του κυμαίνεται από 7 ως 12 εκατοστά και το πλάτος του από 6 ως 9 εκατοστά. Η σάρκα του είναι λευκοκίτρινη. Τα κυδώνια είναι πράσινα όταν είναι άγουρα. Χρησιμοποιούνται ευρέως στη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική.

Η θρεπτική αξία του φρούτου έγκειται κυρίως στη βιταμίνη C που περιέχει. Ο χυμός του είναι εύγευστος και καταναλώνεται από τα παιδιά, καθώς δεν περιέχει αλκοόλ.

Το φρούτο περιέχει επίσης πολλή τανίνη και λιθώδη κύτταρα. Η κύρια χρήση των κυδωνιών είναι στη ζαχαροπλαστική. Συγκεκριμένα, από το φρούτο φτιάχνονται γλυκά κουταλιού, πελτές, κυδωνόπαστα και μαρμελάδες. Μάλιστα, ο όρος «μαρμελάδα» σήμαινε αρχικά μαρμελάδα από κυδώνια και προήλθε από την πορτογαλική λέξη marmelo, που σημαίνει «κυδώνι».[4][5]

Το ωμό κυδώνι χρησιμοποιείται ως βότανο κατά της διάρροιας. Επίσης, οι σπόροι του έχουν αποχρεμπτικές και μαλακτικές ιδιότητες.

Η συλλογή των καρπών γίνεται όταν ωριμάσουν καλά πάνω στην κυδωνιά. Συνήθως η κοπή τους γίνεται με μέρος του ποδίσκου και αυτό συντελεί στη διατήρησή τους. Πολύ γνωστές ποικιλίες κυδωνιών στον ελληνικό χώρο είναι τα μηλοκύδωνα ή ψωμοκύδωνα, των οποίων ο καρπός είναι στρογγυλός. Υπάρχει επίσης η ποικιλία μαμούθ, που οφείλει την ονομασία της στον τεράστιο καρπό της. Ο καρπός της ποικιλίας αυτής χρησιμοποιείται και ως επιτραπέζιος.

Κυριότερες Ποικιλίες

Πολύ γνωστή ποικιλίες κυδωνιών στον ελληνικό χώρο είναι τα μηλοκύδωνα ή ψωμοκύδωνα, των οποίων ο καρπός είναι στρογγυλός.

Οφείλει την ονομασία της στον τεράστιο καρπό της. Ο καρπός της ποικιλίας αυτής χρησιμοποιείται και ως επιτραπέζιος.